- ακταία
- (actaea). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουνκουλιδών, με δύο μόνο είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Το πρώτο, η α. η σταχυανθής, φυτρώνει και στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Έχει ύψος 30-90 εκ. και μόνο 2 έως 3 φύλλα, μεγάλα, πτεροειδή στην κορυφή του βλαστού. Τα άνθη της είναι λευκά, και πιο σπάνια γαλάζια. Ανθίζει από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο. Τα φυτά αυτά καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Αφέψημα του φυτού χρησιμοποιείται για εξωτερικές πλύσεις κατά της ψωρίασης. Το δεύτερο είδος, η α. η λευκή, έχει λευκά άνθη και καλλιεργείται επίσης ως καλλωπιστικό. Πολλαπλασιάζεται με σπέρματα κατά το φθινόπωρο, αμέσως μετά την ωρίμανσή τους, γιατί αργότερα χάνουν την ικανότητά τους για βλάστηση.
Με την ονομασία α. ονόμαζαν οι αρχαίοι ένα φυτό, τελείως διαφορετικό από αυτό που προαναφέρεται. Το φυτό αυτό είναι ο σαμπούκος ή ζαμπούκος.
* * *ἀκταία, η (Α)1. πολυτελές, επίσημο ένδυμα τών Περσών2. μαρμάρινη σφαίρα3. η ακτέα*.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι σημ. (2) και (3) προέρχονται από ουσιαστικοποιημένη χρήση τού θηλ. τού επιθ. ἀκταῖος].
Dictionary of Greek. 2013.